λωλός — ή, ό τρελός, ανόητος: Είναι τόσο λωλός που τα περιμένω όλα απ’ αυτόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λολός — ή, ό λωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λωλός] … Dictionary of Greek
λωλάγρα — (Μ λωλάγρα, η) 1. ανοησία, βλακεία 2. τρέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωλός + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. λυσσ άγρα, ποδ άγρα)] … Dictionary of Greek
λωλάδα — η (Μ λωλάδα) [λωλός] 1. η κατάσταση τού τρελού, η τρέλα 2. ανοησία, μωρία, απερισκεψία νεοελλ. ζάλη … Dictionary of Greek
λωλαίνω — και λωλώνω (Μ λωλαίνω και λωλώνω) [λωλός] 1. τρελαίνω κάποιον, τόν κάνω ανόητο, τόν ζουρλαίνω 2. παθ. παραφρονώ, τρελαίνομαι («με τόσα βάσανα που πέρασε λωλάθηκε στο τέλος») 3. ενοχλώ κάποιον ώς το σημείο τής παραφροσύνης («μέ λώλανες πια με το… … Dictionary of Greek
λωλεύω — (Μ λωλεύω) [λωλός] τρελαίνομαι, ενεργώ τρελά … Dictionary of Greek
λωλιά — η (Μ λωλιά και λωλία και λουλία) [λωλός] 1. ανοησία, τρέλα 2. βλακεία, ηλιθιότητα … Dictionary of Greek
λωλοκάνα — λωλοκάνα, η (Μ) η στραβοκάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωλός + κάνα (< κανί «κνήμη), πρβλ. στραβο κάνα] … Dictionary of Greek
λώλα — η 1. λωλάδα, τρέλα 2. ανοησία, απερισκεψία 3. φρ. «τήν έκανε λώλα» παλάβωσε, τρελάθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωλός, κατά το σχήμα τρελός: τρέλα, λεπρός: λέπρα, πικρός: πίκρα] … Dictionary of Greek
μουρλός — ή, ό 1. τρελός, ανισόρροπος, ζουρλός 2. ασύνετος, αστόχαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μωρο λόγος, με κώφωση τού ω σε ου (για τον σχηματισμό πρβλ. ἁρματο λόγος > ἁρματολός). Κατ άλλους, η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό τών μωρός + λωλός ή από το ρ.… … Dictionary of Greek